- σχεδιαστικῶς
- σχεδιαστικῶς, aus dem Stegreif, nachlässig, obenhin
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχεδιαστικῶς — off hand indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχεδιαστικώς — Α επίρρ. πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιάζω, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *σχεδιαστικός] … Dictionary of Greek